confidencia - ορισμός. Τι είναι το confidencia
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι confidencia - ορισμός


confidencia         
sust. fem.
1) Confianza.
2) Revelación secreta, noticia reservada.
confidencia         
Sinónimos
sustantivo
Antónimos
sustantivo
Expresiones Relacionadas
confidencia         
confidencia (del lat. "confidentia") ("Hacer") f. Acción de comunicar algo a alguien reservadamente o en *secreto. Particularmente, algo que afecta muy íntimamente a la persona que lo comunica: "Me ha hecho confidencias muy delicadas". *Noticia o cosa que se comunica: "No me gusta oír sus confidencias".

Βικιπαίδεια

Confidencia
thumb|Confidencias de [[Georges Croegaert ]]
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για confidencia
1. Hay en mi novela un elogio a la complicidad y a la confidencia entre amigas.
2. En otra ocasión, después de otra confidencia, los norteamericanos encontraron una casa amueblada, pero vacía.
3. "Esos tipos se toman li–los viernes", me dice el chófer en tono de confidencia.
4. Un agente reconoció la confidencia, pero no que mencionara a ETA.
5. Su acercamiento a Beethoven desprende sobriedad y una extraña expresividad cercana a la confidencia, especialmente en el ciclo A la amada lejana.
Τι είναι confidencia - ορισμός